ΠΕΖΟ ΜΕ ΘΕΜΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Δημοσθένη Παπαμάρκου, Δημοσθένης Παπαμάρκος, <Γκιακ>, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2020
<Νόκερ*>
Εισαγωγικό σημείωμα: Το διήγημα <Νόκερ> προέρχεται από τη συλλογή διηγημάτων <Γιάνκ>, που στην αρβανίτικη διάλεκτο σημαίνει αίμα. Οι ήρωες αυτών των έργων, στρατιώτες που πολέμησαν στη μικρασιατική εκστρατεία (1919 – 1922), έρχονται αντιμέτωποι με τους ρόλους που τους επιβάλλουν οι παραδοσιακοί κανόνες και το βίωμα του πολέμου. Συγκρούονται, υποτάσσονται, κρύβονται ή φεύγουν. Με έναν τραχύ προφορικό λόγο οι πρωταγωνιστές αφηγούνται την απώλεια προσανατολισμού, την αδυναμία τους να συμβιβάσουν τους κώδικες της παράδοσης με τα συναισθήματα και τη συνείδησή τους.
[…] Εγώ ήμανε άμαθος, μου λέει ο Αργύρης, δέκα χρόνο πόλιεμο, είχα ξεχάσει καλά καλά πώς μιλάνε με τον κόσμο. Κι έτσ’ δε μου πέρασε απ’ το μυαλό και κάθισα και τους τα’ πα όλα. Με το νι και με το σίγμα. Ώρα πολλή τους έλεγα, πού είχα πάει, τι είχα κάνει, πόσους είχα σκοτώσει, πως είναι αλλιώς με τη ξιφολόγχη και αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς είναι ο λιαιμός του άντρα κι αλλιώς του παιδιού, πώς ουρλιάζουνε οι Βουλγάρες και πώς οι Τουρκάλες, πώς κλωτσάει ο κρεμασμένος και πώς ο σφαγμένος, πώς ακόμα και τα μωρά τα μικρά που δεν καταλαβαίνουν κλιαίνε άμα μυρίσουν το αίμα και δουν το μαχαίρι, ακόμα και για τον Τούρκο τους είπα, που σαν τον σκότωσα έσκυψα και του έφαγα τη μύτη γιατί μ’ είχε βαρέσει με μπαμπεσιά3, και για το κορίτσι που’ χα χαλάσει μπροστά στον πατέρα τ’ προτού τους πυροβολήσω και τους δυο στο κεφάλι. Κι εκεί που όλοι τους πριν γελάγανε και πίνανε, ήρθαν και τους μαραθήκανε όλα. Όχι σα σε κηδεία. Πιο χερότερα. Σαν τη μάνα που βλέπει το παιδί της να το πατάει το κάρο μπροστά στα
μάτια της, έτσ’ ήταν όλοι τους. Η μάνα μ’ αρχίνησε κι έκλαιε. Δίπλα μ’. Στην πιατέλα άπλωνα το χέρι να πίασω το κρέας κι ακούμπαγε ο αγκώνας μ’ στον ώμο της, τόσο κοντά μ’ καθότανε. Πάγωσα κι εγώ. Θύμωσα πιο πολύ. Αυτοί με ρωτήξανε, δικό μ’ ήταν το φταίξιμο; Σκώνομαι απάν’ και λέω θα βγω έξω να κάνω ένα τσιγάρο κι εκεί που είμαι στην τρακάδα4 και καπνίζω και κοιτάω να ξεφουσκώσω τη μάνητα που μ’ έπιανε απ’ το λιαιμό, έρχεται ο πατέρα μ’ από κοντά κι ουδέ να μ’ ακουμπήσει, μόνο στέκει στο ένα μέτρο και μου λέει, Αργύρη, πόσο αίμα αθώων έχεις χύσει παιδάκι μ’; Τότες σα να μ’ ακούμπησε ο Άγιος στον ώμο έγινε μέσα μ’ μπουνάτσα5 και γυρνάω και του λέω, γι’ αυτό είναι το αίμα, πατέρα. Για να χύνεται. Σύρε μέσα τώρα κι άσε με να καπνίσω με την ησυχία μ’.
Να σου πω ότι μετά που μπήκα παλιέ μέσα όλοι ψάχανε δικαιολογίες να φεύγουνε, δε χρειάζεται. Έξυπνος είσαι το καταλαβαίνεις. Και να την ξέρει ο άλλος την αλήθεια, όταν τη βλέπει, γυρνάει τα μάτια αλλού, έτσ’ και τούτοι. Τι ν’ αποκρινόμουνα; Τα ‘χα κι εγώ χάσει. Μου λέει, έπειτα από κείνο το βράδυ, ακόμα και μες στο δικό μ’ σπίτ΄ ήμανε σα λεπρός. Πώς να γινόταν δύναμη κάθε φορά π’ ακούμπαγα κάτι να το πλιένανε. Και το πιο χειρότερο ήταν πώς με κοιτάγανε. Με φόβο. Το συλλογιέσαι ντιπ6; Να σε βλέπ’ και να σε φοβάται η μάνα σ’ κι ο πατέρας σ’; Περνάει ο καιρός, δυο, τρεις, τέσσερις μήνες κι αναπαημό δεν είχα αυτή την ιστορία. Μάτια πάνω μ’ συνέχεια κι άμα γύρναγα να τα κοιτάξω πέφτανε στα χαμηλά, στο χώμα. Ανάσα δεν μπορούσα να πάρω.
Έτσ’ έγινε και το αποφάσισα να φύγω. Για το πού δεν ήξερα. Μακριά. Μοναχά αυτό σκεφτόμουνα. Κάπου μακριά. Τα ‘βαλα κατ’ και πιο μακριά απ’ την Αμερική δεν ήξερα, ώστε είπα, να, κει θα πάω. Το πολιέμησα, γιατί δεν ήταν εύκολο τότες να σε δεχτούνε, αλλά το πέτυχα. Κι όταν θα ‘φευγα, μάζεψα ό,τι δικό μ’ είχα στο σπίτ’, από βρακιά μέχρι φωτογραφίες. Έπεσ’ η μάνα μου στα γόνατα, λέει τι είν’ αυτά; Φεύγεις κι ούτε τίποτα δεν αφήνεις δικό σ’ να σε θυμόμαστε. Της λέω τη φωτογραφία τη θες να την κοιτάς και να με κηδεύεις κάθε μέρα με τα δάκρυα, γιατί όσο μ’ είχες κοντά για τούτο παρακάλαες από μέσα σ’. Κείθε πέρα στην Τουρκία χίλιες μάνες καταριούνται τ’ όνομά μ’, ε, ας είν’ κι εδώ ακόμα μία, έτσ’ της είπα κι έφκα7 . Δω που ήρθα άνθρωπος δε με γνώριζε και λίγο σα να λευτερώθηκα. Αλλά το ‘ξερα ότι η βρωμιά θα μ΄ ακολούθαγε. Δέκα χρόνια ήταν αυτά. Άντρας δεν έγινα με τη δουλεία, όπως οι άλλοι, αλλά με το σκοτωμό. Κι ήξερα καλά ότι θα ξαναρχόταν, γιατί και που τελείωσε ο πόλεμος εγώ πάλι έψαχνα τα αίματα. Κοίταγα γύρω τους ανθρώπους και το μόνο που έβλεπα ήταν πού θα κόψω, πού θα σφίξω, που θα χτυπήσω για να τους σωριάσω. […]
*αυτός που σκοτώνει με ένα χτύπημα στο κεφάλι τα μοσχάρια
3 μπαμπεσιά: ατιμία, δολιότητα
4 τρακάδα: στοίβα από ρούχα, τρόπος αποθήκευσης και τακτοποίησης ρούχων
5 μπουνάτσα: εδώ μεταφορικά, η γαλήνη, η ψυχική ηρεμία
6 ντιπ: καθόλου
7 έφκα: έφυγα
ΕΡΩΤΗΣΗ
Ποιο είναι το βασικό θέμα που, κατά την άποψή σας, αναδεικνύεται στο απόσπασμα του διηγήματος (Κείμενο 3); Να το αναλύσετε αξιοποιώντας τρεις τουλάχιστον κειμενικούς δείκτες. Πιστεύετε ότι ένας άνθρωπος που έχει πρωταγωνιστήσει σε τέτοια γεγονότα, όπως ο ήρωας του διηγήματος, μπορεί να ανακτήσει την ανθρώπινη διάσταση του; (150 – 200 λέξεις)
| ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ | ||||
| ΘΕΜΑ | Το κείμενο αναφέρεται στον πόλεμο | |||
| ΝΟΗΜΑ | αναδεικνύοντας την αποκτήνωση και τις ολέθριες συνέπειες στην ψυχοσύνθεση και κοινωνικότητα εκείνων που αναμειγνύονται ενεργά στα πολεμικά γεγονότα. | |||
| ΣΗΜΑΝΤΙ-ΚΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ | ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ | ΧΩΡΙΑ / ΣΤΙΧΟΙ | ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ | |
| ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΗΜΑ (είναι απαραίτητο να αναφερθούν στην απάντηση) | ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ (επισημαίνουμε τα πιο σημαντικά) | |||
| πρωτοπρόσωπη αφήγηση | «Ώρα πολλή τους έλεγα, πού είχα πάει, τι είχα κάνει, πόσους είχα σκοτώσει, πως είναι αλλιώς με τη ξιφολόγχη και αλλιώς με το μαχαίρι, αλλιώς είναι ο λιαιμός του άντρα κι αλλιώς του παιδιού, πώς ουρλιάζουνε οι Βουλγάρες και πώς οι Τουρκάλες, πώς κλωτσάει ο κρεμασμένος και πώς ο σφαγμένος, πώς ακόμα και τα μωρά τα μικρά που δεν καταλαβαίνουν κλιαίνε άμα μυρίσουν το αίμα και δουν το μαχαίρι, ακόμα και για τον Τούρκο τους είπα, που σαν τον σκότωσα έσκυψα και του έφαγα τη μύτη γιατί μ’ είχε βαρέσει με μπαμπεσιά3, και για το κορίτσι που’ χα χαλάσει μπροστά στον πατέρα τ’ προτού τους πυροβολήσω και τους δυο στο κεφάλι.» | αναδεικνύει σκέψεις, συναισθήματα και την προσωπική συμβολή του αφηγητή στα γεγονότα που αφηγείται. | καθιστούν το ύφος εξομολογητικό, άμεσο και ζωντανό, ενώ, παράλληλα, διεγείρουν την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη | |
| οπτικές, ηχητικές, κινητικές εικόνες | αναδεικνύουν την ωμότητα και σκληρότητα των βίαιων πράξεων του ήρωα | |||
| ασύνδετο σχήμα | αφηγείται με ταχύτητα ένα πλήθος αποτρόπαιων γεγονότων με μια φυσικότητα και νηφαλιότητα που φανερώνουν την εξοικείωσή του με αυτά. | |||
| παρομοίωση | ακόμα και μες στο δικό μ’ σπίτ΄ ήμανε σα λεπρός. | απομόνωση και περιθωριοποίηση από τους οικείους του | ||
| ΑΛΛΟΙ ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ | ιδιωματισμοί στη γλώσσα | κλιαίνε, μπαμπεσιά | αναδεικνύει τον αυθορμητισμό του προσώπου που εκφέρει τον λόγο | χαρίζει φυσικότητα στο ύφος, ζωντάνια και αμεσότητα που κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη |
| μεταφορά | «Κι εκεί που όλοι τους πριν γελάγανε και πίνανε, ήρθαν και τους μαραθήκανε όλα.» | αισθητοποιεί τον ψυχικό κλονισμό των οικείων του ήρωα | καθιστά το ύφος πιο παραστατικό | |
| άρση και θέση | «Όχι σα σε κηδεία. Πιο χερότερα. Σαν τη μάνα που βλέπει το παιδί της να το πατάει το κάρο μπροστά στα μάτια της, έτσ’ ήταν όλοι τους.». | αισθητοποιεί την έκπληξη και τον αποτροπιασμό που ένιωσαν οι συγγενείς του ήρωα | δίνει έμφαση στην κατάσταση στην οποία αναφέρεται και προκαλεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη | |
| παρομοίωση | «Σαν τη μάνα που βλέπει το παιδί της να το πατάει το κάρο μπροστά στα μάτια της, έτσ’ ήταν όλοι τους.». | αισθητοποιεί το μέγεθος του συναισθηματικού πλήγματος που βίωσε το συγγενικό περιβάλλον του ήρωα | ||
| αποφθεγματικού τύπου απάντηση (οριστική – είναι) | «γι’ αυτό είναι το αίμα, πατέρα. Για να χύνεται». | φανερώνει τις συνέπειες του πολέμου και στη νοοτροπία του ήρωα | κεντρίζει την προσοχή του αναγνώστη και τον εκπλήσσει | |
| μεταφορά | «Αλλά το ‘ξερα ότι η βρωμιά θα μ΄ ακολούθαγε». | Ο πόλεμος έχει σημαδέψει ανεξίτηλα τον ήρωα | κεντρίζει την προσοχή του αναγνώστη | |
| ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΘΕΣΗ | Η ωμότητα και η βιαιότητα του πολέμου αφήνουν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ψυχή του ανθρώπου, όπως φαίνεται από την επίδρασή τους στον ήρωα του αποσπάσματος. Είναι δυνατόν με ψυχολογική υποστήριξη τόσο από ειδικούς ψυχικής υγείας όσο και από το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ο άνθρωπος να καταφέρει να ανακτήσει την ανθρώπινη διάστασή του. | |||
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ
Το κείμενο αναφέρεται στον πόλεμο αναδεικνύοντας την αποκτήνωση και τις ολέθριες συνέπειές του στην κοινωνικότητα εκείνων που αναμειγνύονται ενεργά στα πολεμικά γεγονότα. Ο ήρωας του αποσπάσματος εξομολογείται στους οικείους του τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Στην άκρως ρεαλιστική του αφήγηση αποτυπώνονται οι φρικαλεότητες που διέπραξε με τις ζοφερές οπτικές, ακουστικές και κινητικές εικόνες «αλλιώς είναι ο λιαιμός … και πώς ο σφαγμένος…». Παράλληλα, αποτυπώνεται και η εξοικείωσή του με τη βία, καθώς παρουσιάζει το πλήθος των αποτρόπαιων αυτών πράξεων με μια φυσικότητα και νηφαλιότητα στο λόγο, η οποία προσδίδεται μέσω του ασύνδετου σχήματος «… πού είχα πάει,… και πώς ο σφαγμένος…». Όπως είναι φυσικό, οι ειδεχθείς αυτές του πράξεις που φανερώνουν την αποκτήνωσή του και την απώλεια της ανθρωπιάς του οδηγούν τους οικείους του στην περιθωριοποίησή του, την οποία εύστοχα φανερώνει η παρομοίωση «ακόμα … σα λεπρός».
Προσωπικά, πιστεύω πως η ωμότητα και η βιαιότητα του πολέμου αφήνουν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ψυχή του ανθρώπου εφ’ όρου ζωής, όπως φαίνεται από την επίδρασή τους στον ήρωα του αποσπάσματος. Ωστόσο, είναι δυνατόν με ψυχολογική υποστήριξη τόσο από ειδικούς ψυχικής υγείας όσο και από το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον ο άνθρωπος να καταφέρει να ανακτήσει την ανθρώπινη διάστασή του.

Average Rating